χάσιμο — το, Ν 1. το αποτέλεσμα τού χάνω, απώλεια, χασούρα 2. ζημία 3. παροιμ. φρ. «δίνε στους φτωχούς και δε θα τό χεις χάσιμο» δηλώνει ότι η προσφορά δεν μένει χωρίς ανταπόδοση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ τού αορ. έ χασ α τού ρ. χάνω + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ… … Dictionary of Greek
Macedonia naming dispute — Macedonia (region) Macedonia (Greece) … Wikipedia
-ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… … Dictionary of Greek
απάλλαξις — ἀπάλλαξις ( εως), η (Α) 1. αναχώρηση ή μέσα για αναχώρηση, διέξοδος 2. απώλεια, χάσιμο («ἀπάλλαξις χροιῆς», για κάποιον που έχασε το χρώμα του) … Dictionary of Greek
αποβολή — Η απόρριψη, η απώλεια, το χάσιμο· η άμβλωση, ο πρόωρος τοκετός. Α. λέγεται επίσης η απαγόρευση φοίτησης μαθητή σε σχολείο και ενέχει τον χαρακτήρα πειθαρχικής τιμωρίας. Η α. αυτή μπορεί να είναι προσωρινή ή οριστική. Α. επιβάλλεται και από τις… … Dictionary of Greek
κατέβασμα — το [κατεβάζω] 1. πορεία προς τα κάτω, κατάβαση, κάθοδος («στο κατέβασμα τού βουνού μάς βρήκε η μπόρα») 2. χαμήλωμα («το κατέβασμα τών βλεφάρων») 3. υποτίμηση, υποβιβασμός («το κατέβασμα τών τιμών ζωήρεψε το εμπόριο») 4. μτφ. χάσιμο εκτίμησης,… … Dictionary of Greek
περιπλάνηση — η / περιπλάνησις, ήσεως, ΝΜΑ [περιπλανώμαι] άσκοπη μετακίνηση σε διάφορους τόπους νεοελλ. εκτροπή από τον σωστό δρόμο, χάσιμο τού δρόμου … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
άνοια — η (ιατρ.), μερικό ή ολικό χάσιμο από ένα άτομο της διανοητικής, συναισθηματικής και βουλητικής ικανότητάς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έγκλιση — η 1. η κλίση, το γέρσιμο, η λοξότητα. 2. (γραμμ.) έγκλιση τόνου, το χάσιμο ή το ανέβασμα του τόνου των μονοσύλλαβων εγκλιτικών λέξεων (μου με μας, σου σε σας, τος τον τους, τη τες τα κτλ.) στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης: Φέρε μου τα δώρα σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)